πολυκάνδηλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυκάνδηλον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυκάνδηλος [1] < πολυ- + κανδήλ(α) + -ον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυκάνδηλον ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πολυκάντηλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- πολυκάνδηλον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)