πολυκάνδηλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυκάνδηλον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυκάνδηλος [1] < πολυ- + κανδήλ(α) + -ον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυκάνδηλον ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]