πολυκαιρινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυκαιρινός, -ή, -ό
- που έχει μεγάλη διάρκεια
- Kάτω από τ’ ασπρόμαλλα εκείνα μέτωπα, που εταπείνωσεν ο πολυκαιρινός εξευτελισμός· (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος)
- παλιός, φθαρμένος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυκαιρινός
|