πολυκοσμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυκοσμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυκοσμία θηλυκό
- η ύπαρξη στο ίδιο μέρος μεγάλου πλήθους ανθρώπων