πολυκρίση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολυκρίση | οι | πολυκρίσεις |
γενική | της | πολυκρίσης* | των | πολυκρίσεων |
αιτιατική | την | πολυκρίση | τις | πολυκρίσεις |
κλητική | πολυκρίση | πολυκρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολυκρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυκρίση < αγγλική multicrisis. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + κρίση. Αναφέρεται ότι εμφανίστηκε στην δεκαετία του 1990. [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυκρίση θηλυκό
- (νεολογισμός) η κατάσταση συνύπαρξης πολλών διαφορετικών κρίσεων
- ※ Η «πολυκρίση», όρος που ακούγεται τελευταία σε ολοένα και περισσότερες συναντήσεις «ρυθμιστών» – πολιτικών και επιχειρηματικών ηγετών, φαίνεται ότι μονοπωλεί στις συζητήσεις του φετινού Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός. «Έρχονται πολλαπλά σοκ στα επόμενα δύο χρόνια» εκτιμάται σε μια δυσοίωνη πρόβλεψη. (Σήμα κινδύνου για «πολυκρίση» – Τι σημαίνει η λέξη που κυριαρχεί στις συζητήσεις του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, ertnews.gr, 18/01/2023 [2])
- ※ Για τον πρώην επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στην Ε.Ε. είχαμε μία σειρά από «πολυκρίσεις», όπως τις λέει, σε χρονικό διάστημα μόλις πέντε ετών (Χέρμαν βαν Ρομπέι: Οι μυστικές συναντήσεις διάσωσης της Ελλάδας, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 16/10/2016 [3])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυκρίση
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)