πολυκριτηριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυκριτηριακός < πολυ- + κριτηριακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiobjective)
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυκριτηριακός
- που αποτελείται από πολλά κριτήρια ή προκύπτει αφού ληφθούν υπόψη ή εξεταστούν πολλά κριτήρια
- ※ Πολυκριτηριακός προγραμματισμός σε συνθήκες αβεβαιότητας: ανάπτυξη συστήματος υποστήριξης αποφάσεων και εφαρμογή στον ενεργειακό σχεδιασμό (https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/12475)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυκριτηριακός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)