πολυλεκτικός όρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυλεκτικός όρος < → δείτε τις λέξεις πολυλεκτικός και όρος
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πολυλεκτικός όρος αρσενικό
- μια έννοια που εκφράζεται / σημαίνεται με πολλές λέξεις και αποκτά συγκεκριμένη σημασία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυλεκτικός όρος