πολυλογού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυλογού < πολυλογ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + λογού.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.li.loˈɣu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐λο‐γού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυλογού θηλυκό
- θηλυκό του πολυλογάς
- ※ Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα−Γιαννιοῦ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έρωτας στα χιόνια)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πολυλογάς
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πολυλογού
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αλεπού' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)