πολυνημάτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυνημάτωση οι πολυνηματώσεις
      γενική της πολυνημάτωσης* των πολυνηματώσεων
    αιτιατική την πολυνημάτωση τις πολυνηματώσεις
     κλητική πολυνημάτωση πολυνηματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολυνηματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυνημάτωση < πολυ- + νήμα + -ωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multithreading)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυνημάτωση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]