πολυορχικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυορχικός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυορχικός αρσενικό

  1. ο πολύορχις, αυτός που έχει περισσότερους από δυο όρχεις
  2. που αφορά γενετήσια περιοχή πολυορχικού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]