πολυουρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυουρία < πολυ- + ουρία
- πολυουρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyurea < αρχαία ελληνική πολύς + γαλλική urée < αρχαία ελληνική οὖρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυουρία θηλυκό
- (ιατρική) η κατάσταση κάποιου που ουρεί συχνά αλλά με φυσιολογική ποσότητα ούρων κάθε φορά
- (χημεία) πολυμερές υλικό που χρησιμοποιείται σε μονώσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)