Μετάβαση στο περιεχόμενο

πολυπλοκότητα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυπλοκότητα οι πολυπλοκότητες
      γενική της πολυπλοκότητας των πολυπλοκοτήτων
    αιτιατική την πολυπλοκότητα τις πολυπλοκότητες
     κλητική πολυπλοκότητα πολυπλοκότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυπλοκότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πολυπλοκότης < πολύπλοκ(ος) + (-ότης) > -ότητα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /po.li.ploˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολυπλοκότητα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολυπλοκότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του πολύπλοκου
    παράδειγμα  Η πολυπλοκότητα του κειμένου δημιουργεί δυσκολία στην κατανόηση.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]