πολυπραγμοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυπραγμοσύνη < αρχαία ελληνική πολυπραγμοσύνη, μορφολογικά αναλύεται σε πολυπράγμ(ων) + -οσύνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυπραγμοσύνη θηλυκό
- (λόγιο) η απασχόληση ή η ενασχόληση με πολλά πράγματα συγχρόνως
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πολυπράγμων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυπραγμοσύνη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -οσύνη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)