πολυπροπυλένιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυπροπυλένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polypropylene[1] η λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική polypropylène[1] < γαλλική propionique + -ylene < αρχαία ελληνική πολύς + πρῶτος ή πρό + πίων + ὕλη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυπροπυλένιο ουδέτερο
- (χημεία, τεχνολογία) Θερμοπλαστική ρητίνη που κατασκευάζεται με πολυμερισμό προπυλενίου και χρησιμοποιείται για μεμβράνες, ίνες ή υλικά χύτευσης
- συντομογραφία: PP
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυπροπυλένιο
- ↑ 1,0 1,1 πολυπροπυλένιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)