πολυπρόσωπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυπρόσωπος η πολυπρόσωπη το πολυπρόσωπο
      γενική του πολυπρόσωπου της πολυπρόσωπης του πολυπρόσωπου
    αιτιατική τον πολυπρόσωπο την πολυπρόσωπη το πολυπρόσωπο
     κλητική πολυπρόσωπε πολυπρόσωπη πολυπρόσωπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυπρόσωποι οι πολυπρόσωπες τα πολυπρόσωπα
      γενική των πολυπρόσωπων των πολυπρόσωπων των πολυπρόσωπων
    αιτιατική τους πολυπρόσωπους τις πολυπρόσωπες τα πολυπρόσωπα
     κλητική πολυπρόσωποι πολυπρόσωπες πολυπρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυπρόσωπος < πολυ- + -πρόσωπος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.liˈpɾo.so.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐πρό‐σω‐πος

Επίθετο[επεξεργασία]

πολυπρόσωπος, -η, -ο

  1. που αποτελείται από πολλά πρόσωπα
    πολυπρόσωπη αντιπροσωπεία
  2. που εμφανίζεται με διάφορες όψεις
    πολυπρόσωπη ασθένεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]