πολυσυζητημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυσυζητημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πολυσυζητώ
Μετοχή[επεξεργασία]
πολυσυζητημένος
- μετοχή του πολυσυζητώ, που έχει συζητηθεί πολύ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυσυζητημένος
|