πολυσύχναστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.liˈsi.xna.stos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /po.liˈsi.xna.sti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /po.liˈsi.xna.sto/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυσύχναστος, -η, -ο
- που τον συχνάζει πολύς κόσμος
- πολυσύχναστη παραλία
- πολυσύχναστο μονοπάτι