πολυτίμως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυτίμως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πολύτιμ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

πολυτίμως

  1. πολύτιμα
  2. ακριβά

Πηγές[επεξεργασία]