πολυταξιδεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
πολυταξιδεύω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πολυταξιδεμένος
- → δείτε τις λέξεις πολύ, ταξιδεύω, τάξη και τάσσω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πολυταξιδεύω | πολυταξίδευα | θα πολυταξιδεύω | να πολυταξιδεύω | πολυταξιδεύοντας | |
β' ενικ. | πολυταξιδεύεις | πολυταξίδευες | θα πολυταξιδεύεις | να πολυταξιδεύεις | πολυταξίδευε | |
γ' ενικ. | πολυταξιδεύει | πολυταξίδευε | θα πολυταξιδεύει | να πολυταξιδεύει | ||
α' πληθ. | πολυταξιδεύουμε | πολυταξιδεύαμε | θα πολυταξιδεύουμε | να πολυταξιδεύουμε | ||
β' πληθ. | πολυταξιδεύετε | πολυταξιδεύατε | θα πολυταξιδεύετε | να πολυταξιδεύετε | πολυταξιδεύετε | |
γ' πληθ. | πολυταξιδεύουν(ε) | πολυταξίδευαν πολυταξιδεύαν(ε) |
θα πολυταξιδεύουν(ε) | να πολυταξιδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πολυταξίδεψα | θα πολυταξιδέψω | να πολυταξιδέψω | πολυταξιδέψει | ||
β' ενικ. | πολυταξίδεψες | θα πολυταξιδέψεις | να πολυταξιδέψεις | πολυταξίδεψε | ||
γ' ενικ. | πολυταξίδεψε | θα πολυταξιδέψει | να πολυταξιδέψει | |||
α' πληθ. | πολυταξιδέψαμε | θα πολυταξιδέψουμε | να πολυταξιδέψουμε | |||
β' πληθ. | πολυταξιδέψατε | θα πολυταξιδέψετε | να πολυταξιδέψετε | πολυταξιδέψτε | ||
γ' πληθ. | πολυταξίδεψαν πολυταξιδέψαν(ε) |
θα πολυταξιδέψουν(ε) | να πολυταξιδέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πολυταξιδέψει | είχα πολυταξιδέψει | θα έχω πολυταξιδέψει | να έχω πολυταξιδέψει | ||
β' ενικ. | έχεις πολυταξιδέψει | είχες πολυταξιδέψει | θα έχεις πολυταξιδέψει | να έχεις πολυταξιδέψει | ||
γ' ενικ. | έχει πολυταξιδέψει | είχε πολυταξιδέψει | θα έχει πολυταξιδέψει | να έχει πολυταξιδέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε πολυταξιδέψει | είχαμε πολυταξιδέψει | θα έχουμε πολυταξιδέψει | να έχουμε πολυταξιδέψει | ||
β' πληθ. | έχετε πολυταξιδέψει | είχατε πολυταξιδέψει | θα έχετε πολυταξιδέψει | να έχετε πολυταξιδέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν πολυταξιδέψει | είχαν πολυταξιδέψει | θα έχουν πολυταξιδέψει | να έχουν πολυταξιδέψει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυταξιδεύω
|