πολυτεχνίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυτεχνίτισσα < πολυτεχνίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυτεχνίτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη πολυτεχνίτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυτεχνίτισσα
|