Μετάβαση στο περιεχόμενο

πολυχρονιότης

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολυχρονιότης αἱ πολυχρονιότητες
      γενική τῆς πολυχρονιότητος τῶν πολυχρονιοτήτων
      δοτική τῇ πολυχρονιότητ ταῖς πολυχρονιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν πολυχρονιότητ τὰς πολυχρονιότητᾰς
     κλητική ! πολυχρονιότης πολυχρονιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολυχρονιότητε
γεν-δοτ τοῖν  πολυχρονιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυχρονιότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πολυχρόνιο(ς) + -της

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολυχρονιότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]