πολυχρονιότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πολυχρονικότητα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυχρονιότητα οι πολυχρονιότητες
      γενική της πολυχρονιότητας των πολυχρονιοτήτων
    αιτιατική την πολυχρονιότητα τις πολυχρονιότητες
     κλητική πολυχρονιότητα πολυχρονιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυχρονιότητα < ελληνιστική κοινή πολυχρονιότης[1] < αρχαία ελληνική πολυχρόνιος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυχρονιότητα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. πολυχρονιότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.