πολφεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολφεκτομή < πολφός + εκτομή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pulpectomy)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολφεκτομή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολφεκτομή