πολύγραφος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πολύγραφος | οι | πολύγραφοι |
γενική | του | πολύγραφου & πολυγράφου |
των | πολύγραφων & πολυγράφων |
αιτιατική | τον | πολύγραφο | τους | πολύγραφους & πολυγράφους |
κλητική | πολύγραφε | πολύγραφοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολύγραφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γερμανική Polygraph. Αναλύεται σε πολυ- + -γράφος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /poˈli.ɣɾa.fos/
- τονικό παρώνυμο: πολυγράφος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐γρα‐φος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολύγραφος αρσενικό
- ειδική συσκευή που χρησιμοποιεί χαραγμένη με γραφομηχανή (ή με το χέρι) ελαστική μεμβράνη για την αναπαραγωγή αντιγράφων
- ειδική συσκευή ανίχνευσης ψεύδους
- το τεστ πολυγράφου έχει απαγορευτεί στον ιδιωτικό τομέα ως εργαλείο προσλήψεων
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ειδική συσκευή για την αναπαραγωγή αντιγράφων
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)