πολύκομβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πολυκόμβος, πολύκομπος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολύκομβος οι πολύκομβοι
      γενική του πολύκομβου
πολυκόμβου
των πολύκομβων
πολυκόμβων
    αιτιατική τον πολύκομβο τους πολύκομβους
πολυκόμβους
     κλητική πολύκομβε πολύκομβοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολύκομβος < πολυ- + κόμβος
Polygonum aviculare

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολύκομβος ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]