πολύπλευρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /poˈli.ple.vɾos/
Επίθετο[επεξεργασία]
πολύπλευρος, -η, -ο
- που έχει πολλές πλευρές
- Η Κυρία Έλλα ήταν μια ανεπανάληπτη και πολύπλευρη φωνή.
- πολύπλευρη προσέγγιση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύπλευρος
|