πολύσπερμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολύσπερμος < αρχαία ελληνική πολύσπερμος
Επίθετο[επεξεργασία]
πολύσπερμος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πολυσπερμία
- → δείτε τις λέξεις πολύς και σπέρμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύσπερμος
|