πολύστροφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολύστροφος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πολύστροφος, -η, -ο
- που στρέφεται πολύ γρήγορα
- πολύστροφος κινητήρας
- (μεταφορικά) που λειτουργεί με μεγάλη ταχύτητα
- ≈ συνώνυμα: έξυπνος, επινοητικός, ευφυής, ξύπνιος, οξύνους
- ≠ αντώνυμα: αργόστροφος, βραδύνους
- (για ποίημα) που έχει πολλές στροφές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύστροφος
|