πολύτροπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πολυτροπικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύτροπος η πολύτροπη το πολύτροπο
      γενική του πολύτροπου της πολύτροπης του πολύτροπου
    αιτιατική τον πολύτροπο την πολύτροπη το πολύτροπο
     κλητική πολύτροπε πολύτροπη πολύτροπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύτροποι οι πολύτροπες τα πολύτροπα
      γενική των πολύτροπων των πολύτροπων των πολύτροπων
    αιτιατική τους πολύτροπους τις πολύτροπες τα πολύτροπα
     κλητική πολύτροποι πολύτροπες πολύτροπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολύτροπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύτροπος < πολύ- + τρόπος

Επίθετο[επεξεργασία]

πολύτροπος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολύτροπος τὸ πολύτροπον
      γενική τοῦ/τῆς πολυτρόπου τοῦ πολυτρόπου
      δοτική τῷ/τῇ πολυτρόπ τῷ πολυτρόπ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύτροπον τὸ πολύτροπον
     κλητική ! πολύτροπε πολύτροπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύτροποι τὰ πολύτροπ
      γενική τῶν πολυτρόπων τῶν πολυτρόπων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυτρόποις τοῖς πολυτρόποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυτρόπους τὰ πολύτροπ
     κλητική ! πολύτροποι πολύτροπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυτρόπω τὼ πολυτρόπω
      γεν-δοτ τοῖν πολυτρόποιν τοῖν πολυτρόποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολύτροπος < πολύ- + -τροπος

Επίθετο[επεξεργασία]

πολύτροπος, -ος, -ον
  1. αυτός που τρέπεται σε πολλά μέρη, ή στρέφεται σε πολλές διευθύνσεις
  2. κοσμογυρισμένος
  3. εύστροφος, δόλιος, πανούργος, ευμετάβλητος
  4. ποικίλος
  5. προσωνυμία του Οδυσσέα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 1

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]