πολύυδρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύυδρος η πολύυδρη το πολύυδρο
      γενική του πολύυδρου της πολύυδρης του πολύυδρου
    αιτιατική τον πολύυδρο την πολύυδρη το πολύυδρο
     κλητική πολύυδρε πολύυδρη πολύυδρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύυδροι οι πολύυδρες τα πολύυδρα
      γενική των πολύυδρων των πολύυδρων των πολύυδρων
    αιτιατική τους πολύυδρους τις πολύυδρες τα πολύυδρα
     κλητική πολύυδροι πολύυδρες πολύυδρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολύυδρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύυδρος < πολύ- + -υδρος (ὕδωρ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /poˈli.i.ðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λύ‐υ‐δρος

Επίθετο[επεξεργασία]

πολύυδρος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολύυδρος τὸ πολύυδρον
      γενική τοῦ/τῆς πολυύδρου τοῦ πολυύδρου
      δοτική τῷ/τῇ πολυύδρ τῷ πολυύδρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύυδρον τὸ πολύυδρον
     κλητική ! πολύυδρε πολύυδρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύυδροι τὰ πολύυδρ
      γενική τῶν πολυύδρων τῶν πολυύδρων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυύδροις τοῖς πολυύδροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυύδρους τὰ πολύυδρ
     κλητική ! πολύυδροι πολύυδρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυύδρω τὼ πολυύδρω
      γεν-δοτ τοῖν πολυύδροιν τοῖν πολυύδροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολύυδρος < πολύ- + -υδρος (ὕδωρ)

Επίθετο[επεξεργασία]

πολύυδρος, -ος, -ον

Πηγές[επεξεργασία]