πολύφυλλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πολύφυλλος, -η, -ο
- που έχει πολλά φύλλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύφυλλος
|
πολύφυλλος, -η, -ο
|