πολύχρονος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολύχρονος < (ελληνιστική κοινή) πολύχρονος < αρχαία ελληνική πολυχρόνιος < πολύς + χρόνος
Επίθετο
[επεξεργασία]πολύχρονος, -η, -ο
- που διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα ή που έχει ζήσει πολλά χρόνια
- (επιφωνηματικά) ευχή για μακροχρόνια διαβίωση, που λέγεται συνήθως σε γενέθλια ή ονομαστική εορτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πολυχρονεμένος
- πολυχρόνιο
- Πολύχρονος (επώνυμο)
- → δείτε τις λέξεις πολύς και χρόνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολύχρονος