πομπές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πομπές θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πομπή
Δείτε επίσης : πόμπες |
πομπές θηλυκό