πομώνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πομώνα | οι | πομώνες |
γενική | της | πομώνας | — | |
αιτιατική | την | πομώνα | τις | πομώνες |
κλητική | πομώνα | πομώνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πομώνα θηλυκό