πονάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πονάκι τα πονάκια
      γενική
    αιτιατική το πονάκι τα πονάκια
     κλητική πονάκι πονάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον πληθυντικό
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πονάκι < πόν(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /poˈna.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐νά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πονάκι ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πόνος