πονέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]πονέω-πονῶ (το ενεργητικό πονέω μεταγενέστερο του ομηρικού πονέομαι-πονοῦμαι)
- μοχθώ, προσπαθώ πολύ για κάτι
- τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην
- είμαι άρρωστος (Θουκ.)
- υποφέρω από κάτι που δυσκολεύει τη ζωή
- δίψῃ πονοῦντες, ὑπὸ χειμῶνος πονοῦντες
- πόλεως πονουμένης τῷ πολέμῳ
- εκπαιδεύομαι
- δοκεῖ ὁ κατ᾽ ἀλήθειαν πολιτικὸός πεπονῆσθαι περί [τήν ἀρετήν]