πονεσιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πονεσιάρης η πονεσιάρα το πονεσιάρικο
      γενική του πονεσιάρη της πονεσιάρας του πονεσιάρικου
    αιτιατική τον πονεσιάρη την πονεσιάρα το πονεσιάρικο
     κλητική πονεσιάρη πονεσιάρα πονεσιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πονεσιάρηδες οι πονεσιάρες τα πονεσιάρικα
      γενική των πονεσιάρηδων των πονεσιάρικων
    αιτιατική τους πονεσιάρηδες τις πονεσιάρες τα πονεσιάρικα
     κλητική πονεσιάρηδες πονεσιάρες πονεσιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πονεσιάρης < πόνεση + -ιάρης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.neˈsça.ris/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐νε‐σιά‐ρης

Επίθετο[επεξεργασία]

πονεσιάρης, -α, -ικο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]