πονοκεφαλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πονοκεφαλιάζω < πονοκέφαλ- (< πονοκέφαλος) + -ιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.no.ce.faˈʎa.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

πονοκεφαλιάζω

  1. (αμετάβατο) νιώθω πονοκέφαλο, ζάλη και σύγχυση από κάτι
    έχω πονοκεφαλιάσει με αυτή την υπόθεση
  2. (μεταβατικό) προκαλώ πονοκέφαλο, ζάλη και σύγχυση
    με πονοκεφάλιασες με τις φωνές σου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]