ποντίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποντίζω < αρχαία ελληνική ποντίζω < πόντος

Ρήμα[επεξεργασία]

ποντίζω (παθητική φωνή: ποντίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]