ποντιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pon.di.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐ντι‐α‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]ποντιακός
- που έχει σχέση με τον Πόντο ή τους Ποντίους ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) ποντιακά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποντιακός