ποντικοφαγωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποντικοφαγωμένος < ποντικ(ός) + -ο- + φαγωμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
ποντικοφαγωμένος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ποντικοφάγωμα
- → δείτε τις λέξεις ποντικός και τρώω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποντικοφαγωμένος
|