ποντικοφωλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποντικοφωλιά | οι | ποντικοφωλιές |
γενική | της | ποντικοφωλιάς | των | ποντικοφωλιών |
αιτιατική | την | ποντικοφωλιά | τις | ποντικοφωλιές |
κλητική | ποντικοφωλιά | ποντικοφωλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποντικοφωλιά θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η φωλιά ποντικού
- (μεταφορικά, μειωτικό) μικρός σε μέγεθος χώρος (δωμάτιο, διαμέρισμα κ.λπ.)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποντικοφωλιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)