ποντιφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποντιφικός < ποντίφικας + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ποντιφικός, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποντιφικός
|
ποντιφικός, -η, -ο
|