Μετάβαση στο περιεχόμενο

ποντοπόρος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: παντοπόρος

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποντοπόρος η ποντοπόρα
& ποντοπόρος
το ποντοπόρο
      γενική του ποντοπόρου της ποντοπόρας
& ποντοπόρου
του ποντοπόρου
    αιτιατική τον ποντοπόρο την ποντοπόρα
& ποντοπόρο
το ποντοπόρο
     κλητική ποντοπόρε ποντοπόρα
& ποντοπόρε
ποντοπόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποντοπόροι οι ποντοπόρες
& ποντοπόροι
τα ποντοπόρα
      γενική των ποντοπόρων των ποντοπόρων των ποντοπόρων
    αιτιατική τους ποντοπόρους τις ποντοπόρες
& ποντοπόρους
τα ποντοπόρα
     κλητική ποντοπόροι ποντοπόρες
& ποντοπόροι
ποντοπόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποντοπόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποντοπόρος [1] < πόντο(ς) + -πόρος (< πόρος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pon.doˈpo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποντοπόρος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ποντοπόρος, -α/ος, -ο [2] [3]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις πόντος, πορεύομαι και πόρος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ποντοπόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ποντοπόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. ποντοπόρος  Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ποντοπόρος τὸ ποντοπόρον
      γενική τοῦ/τῆς ποντοπόρου
επικός: ποντοπόροιο
τοῦ ποντοπόρου
επικός: ποντοπόροιο
      δοτική τῷ/τῇ ποντοπόρ τῷ ποντοπόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ποντοπόρον τὸ ποντοπόρον
     κλητική ! ποντοπόρε ποντοπόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ποντοπόροι τὰ ποντοπόρ
      γενική τῶν ποντοπόρων τῶν ποντοπόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ποντοπόροις
επικός: ποντοπόροισῐ(ν)
τοῖς ποντοπόροις
επικός: ποντοπόροισῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ποντοπόρους τὰ ποντοπόρ
     κλητική ! ποντοπόροι ποντοπόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ποντοπόρω τὼ ποντοπόρω
      γεν-δοτ τοῖν ποντοπόροιν τοῖν ποντοπόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποντοπόρος < πόντο(ς) + -πόρος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ποντοπόρος, -ος, -ον

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις πόντος και πόρος