ποοφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ποοφάγος | το | ποοφάγο | ||
γενική | του/της | ποοφάγου | του | ποοφάγου | ||
αιτιατική | τον/την | ποοφάγο | το | ποοφάγο | ||
κλητική | ποοφάγε | ποοφάγο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ποοφάγοι | τα | ποοφάγα | ||
γενική | των | ποοφάγων | των | ποοφάγων | ||
αιτιατική | τους/τις | ποοφάγους | τα | ποοφάγα | ||
κλητική | ποοφάγοι | ποοφάγα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ποοφάγος, -ος, -ο
- που τρέφεται με πόες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποοφάγος
|