ποπκόρν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποπκόρν ουδέτερο άκλιτο
- σνακ από σπόρους καλαμποκιού που φουσκώνουν μετά από ψήσιμο