πορθμεῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πορθμείο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πορθμεῖον τὰ πορθμεῖ
      γενική τοῦ πορθμείου τῶν πορθμείων
      δοτική τῷ πορθμεί τοῖς πορθμείοις
    αιτιατική τὸ πορθμεῖον τὰ πορθμεῖ
     κλητική ! πορθμεῖον πορθμεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πορθμείω
γεν-δοτ τοῖν  πορθμείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πορθμεῖον < πορθμ(ός) + -εῖον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πορθμεῖον ουδέτερο

  1. σημείο διάβασης, δίαυλος
  2. πορθμείο, «φέρι μπόουτ»
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 5, 1.23
    ἅτε ἐκ τοῦ λιμένος πλέων, πολλὰ καὶ ἁλιευτικὰ ἔλαβε καὶ πορθμεῖα ἀνθρώπων μεστά, καταπλέοντα ἀπὸ νήσων.
    καθώς μάλιστα έβγαινε από το λιμάνι αιχμαλώτισε πολλά πλεούμενα — και ψαράδικα, και πορθμεία γεμάτα κόσμο που έρχονταν από τα νησιά.
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 63.1
    Ἐντεῦθεν ὁρμήσας Ἀλέξανδρος τὴν ἔξω θάλασσαν ἐπιδεῖν, καὶ πολλὰ πορθμεῖα κωπήρη καὶ σχεδίας πηξάμενος, ἐκομίζετο τοῖς ποταμοῖς ὑποφερόμενος σχολαίως.
    Από εκεί ο Αλέξανδρος ξεκίνησε να δει την έξω θάλασσα και, αφού ναυπήγησε πολλά πλοιάρια με κουπιά για το πέρασμα και σχεδίες, άφηνε να τον μεταφέρουν αργά αργά τα ρεύματα των ποταμών.
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 77, 2.2 Νεκρικοί Διάλογοι/Χάρωνος καὶ Μενίππου @wikisource @scaife.perseus
    [ΜΕΝΙΠΠΟΣ] Τούτου γε ἕνεκα νεωλκήσας τὸ πορθμεῖον παράμενε· πλὴν ἀλλ᾽ ὅ γε μὴ ἔχω, πῶς ἂν λάβοις;
    [ΜΕΝΙΠΠΟΣ] Γι᾽ αυτό λοιπόν τράβα το πλεούμενο στη στεριά και περίμενε. Αλλά αυτό που δεν έχω πώς θα μπορέσεις να το πάρεις;
    Μετάφραση (2002): Δημήτριος Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
  3. ναύλα πλοίου
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 77, 2.1 Νεκρικοί Διάλογοι/Χάρωνος καὶ Μενίππου @wikisource @scaife.perseus
    [Χάρων] Ἀπόδος, ὦ κατάρατε, τὰ πορθμεῖα.
    [Χάρων] Πλήρωσέ μου, καταραμένε, τα ναύλα.
    Μετάφραση (2002): Δημήτριος Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 40, 10 Περί πένθους @wikisource @scaife.perseus
    οὐδ᾽ ὅτι πολὺ κάλλιον ἦν μὴ ἔχειν τὰ πορθμεῖα καταβαλεῖν·
    ούτε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο να μην έχουν να πληρώσουν τα ναύλα·
    Μετάφραση (2002): Δημήτριος Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]