πορνεμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πορνεμένος η πορνεμένη το πορνεμένο
      γενική του πορνεμένου της πορνεμένης του πορνεμένου
    αιτιατική τον πορνεμένο την πορνεμένη το πορνεμένο
     κλητική πορνεμένε πορνεμένη πορνεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πορνεμένοι οι πορνεμένες τα πορνεμένα
      γενική των πορνεμένων των πορνεμένων των πορνεμένων
    αιτιατική τους πορνεμένους τις πορνεμένες τα πορνεμένα
     κλητική πορνεμένοι πορνεμένες πορνεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορνεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πορνεύω

Μετοχή[επεξεργασία]

πορνεμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]