πορνεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πορνεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πορνεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
πορνεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πορνεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πορνεμένος
|