πορνεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πορνεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πορνεύω
- θα πορνεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πορνεύω