πορνοκρατία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορνοκρατία οι πορνοκρατίες
      γενική της πορνοκρατίας των πορνοκρατιών
    αιτιατική την πορνοκρατία τις πορνοκρατίες
     κλητική πορνοκρατία πορνοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορνοκρατία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πορνοκρατία θηλυκό

  • (ιστορία) μια περίοδος της παπικής διακυβέρνησης, στον 10ο αιώνα, όπου ο πάπας φέρεται να είχε υποστεί την επιρροή γυναικών μεγάλων ρωμαϊκών οικογενειών που οι αντίπαλοί του χαρακτήριζαν ως ακόλαστες

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]