πορνοστάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορνοστάρ < αγγλική pornostar

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πορνοστάρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (επάγγελμα) πρωταγωνιστήςπρωταγωνίστρια) σε ταινία πορνό
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε ηθοποιός που παίρνει μέρος σε πορνό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]